- ληθεδών
- ληθεδώνfem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ληθεδών — ληθεδών, όνος, ἡ (Α) (ποιητ.τ.) λήθη, λησμονιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λήθ τού λανθάνω (πρβλ. λήθη) + επίθημα δών (πρβλ. αρπε δών, μελε δών), το οποίο συχνά χρησιμοποιείται προς δήλωση οργάνου] … Dictionary of Greek
ληθεδόνα — ληθεδών fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληθεδόνι — ληθεδών fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληθεδόνος — ληθεδών fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληθεδανός — ληθεδανός, ή, όν (Α) αυτός που επιφέρει λήθη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληθεδών (πρβλ. τυφεδανός < τυφεδών] … Dictionary of Greek
τυφεδανός — και δ. τ. στυφεδανός, ὁ, Α άνθρωπος φλύαρος και ανόητος, ηλίθιος, ξυπασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυφεδών + επίθημα ανός (πρβλ. ληθεδών: ληθεδ ανός) … Dictionary of Greek
τυφεδών — όνος και ῶνος, ἡ, Α 1. καύση, φλόγωση 2. πυρσός, λαμπάδα 3. (κατά το λεξ. Σούδα) «Τηφεδῶνος, ὄνομα κύριον, ἢ τῆς καύσεως». [ΕΤΥΜΟΛ. < τύφομαι + επίθημα (ε)δών (πρβλ. ληθεδών, μελεδών)] … Dictionary of Greek